τηλεγραφόξυλο

τηλεγραφόξυλο
το, Ν
1. στύλος υποστήριξης συρμάτων τηλεγραφικού ή τηλεφωνικού δικτύου
2. μτφ. άνθρωπος πολύ ψηλός και αδύνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλέγραφος + ξύλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τηλεγραφόξυλο — το τηλεγραφικός στύλος όπου στηρίζονται εναέρια σύρματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”